"Μάρτιος, 19xx
Καθώς επέστρεφα σπίτι σήμερα από την αγορά, είδα ένα πιτσιρίκι στην αυλή της εκκλησίας που κλοτσούσε τη μπάλα του με μανία πάνω στο παράθυρο μιας μερσεντές. Μου θύμισε τον ανεψιό μου τον Μάκη αυτός του ο ανέμελος χουλιγκανισμός. Πάνε γύρω στα 2 χρόνια τώρα από την τελευταία φορά που τον είδα, εκείνο το μαγιάτικο πρωινό και ένα πικρό χαμόγελο έσκασε στα χείλη μου.
Από μικρό παιδί, ο γλυκός μου, είχε μια ακατάπαυστη σπιρτάδα στο βλέμμα του. Όλοι τον είχανε για το πιο έξυπνο παιδί στο χωριό, άσχετα αν οι βαθμοί του ήταν επιεικώς άνω του μετρίου. Μεγαλωμένος σε μια εύρωστη οικογένεια, με πατέρα τον μεγαλύτερο γαιοκτήμονα της περιοχής και μητέρα γιατρέσσα, ο Μάκης, ήξερε ότι το μέλλον του ήταν κοντά στη γη. Γι’ αυτό και επέλεξε την γεωπονική σχολή των Αθηνών σαν το εισιτήριό του μακριά από τα λασπωμένα χώματα της πατρίδας του. Όταν ήρθε και μου είπε τα νέα του τον προειδοποίησα, δεν είναι όλα όπως τα έχει βαλμένα στο κεφάλι του. Η Αθήνα είναι μεγάλη και ο κόσμος εκεί δεν τον ξέρει. Δεν ξέρουν τον πατέρα του, μόνο τον Μάκη, το πλούσιο χωριατόπαιδο από τη Σπάρτη. Έγνεφε καταφατικά σε κάθε κουβέντα μου χωρίς να πολυδίνει σημασία. Έτσι, τον Αύγουστο και αφού είχε βάλει ο πατέρας του λυτούς και δεμένους να του βρούνε ένα καλό σπίτι κοντά στη σχολή του, μας χαιρέτισε γεμάτος χαρά και μπήκε στο λεωφορείο για να ξεκινήσει την λαμπρή, όπως φαινότανε τότε, ακαδημαϊκή του πορεία. Τον πρώτο χρόνο μας έστελνε συνεχώς γράμματα, για το πως ήταν η ζωή στην πρωτεύουσα και για τα νέα άτομα που γνώριζε. Πέντε φορές μας επισκέφτηκε εκείνη τη χρονιά και κάθε φορά ήταν και πιο αφηρημένος από την προηγούμενη. Όταν έφυγε την πέμπτη φορά, είπα στη αδερφή μου και στον γαμπρό μου ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει μόνιμα στο χωριό. Αν και δε μου είχε πει τίποτε ακόμα τότε, έβλεπα τη φλόγα των ματιών του να σβήνει σιγά σιγά με κάθε του επίσκεψη. Φυσικά και οι γονείς του εκείνη την περίοδο δεν πήραν τα λόγια μου στα σοβαρά και μάλιστα προσβλήθηκαν με την παρατήρησή μου αυτή.
Κάθε χρόνο οι επισκέψεις του και τα γράμματά του αραίωναν, μέχρι που έφτασε σε σημείο να χάνεται για μήνες ολόκληρους. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και τότε, με την άδεια του πατέρα του, αποφάσισα να μπω στο πρώτο λεωφορείο για Αθήνα και να μάθω τι έγινε σε εκείνον τον μελαψό άγγελο που πάντα αγαπούσε τη θείτσα του. Τελικά πήρα λάθος λεωφορείο και βρέθηκα στη Θεσσαλία χωρίς λεφτά και χωρίς γνωστούς να ζητήσω κάποια δανεικά να γυρίσω, γιατί με λήστεψαν τέσσερις πρώην ΠαΣόΚοι στα στενά των Τεμπών που πήγα να προσκυνήσω για το καλό του χρυσού μου Μάκη. Αφού δούλεψα λίγες βδομάδες στη Λάρισα να βγάλω τα προς το ζην, σε ένα μπουρδέλο πίσω από το πρακτορείο, έστειλα γράμμα στην αδερφή να της πω τα νέα μου και εκείνη με τη σειρά της απάντησε προς μεγάλη μου έκπληξη ότι ο Μάκης δεν επικοινωνούσε μαζί τους λόγω εξεταστικής και ότι τώρα είναι στην Σπάρτη. Όπως ξέρεις αγαπητό μου ημερολόγιο εγώ βέβαια δεν γύρισα ποτέ στην Σπάρτη, βρήκα μια καλή δουλειά στο κέντρο της πόλης και παντρεύτηκα τον πρώην εργοδότη μου το Στέργιο. Πάνε δυο χρόνια από τότε που είδα το χρυσό μου τον Μάκη τελευταία φορά και κάθε φορά που σκέφτομαι να γυρίσω πίσω στη Σπάρτη με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά και ένας οξύς πόνος στον πάτο μου από τη δουλειά."